- σταμνίον
- τὸ, ΜΑβλ. σταμνί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σταμνίον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταμνίων — σταμνίον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταμνίῳ — σταμνίον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλοσφαγώ — μηλοσφαγῶ, έω (Α) [μηλοσφάγος] 1. σφάζω, θυσιάζω πρόβατα 2. προσφέρω θυσία, θυσιάζω 3. προσφέρω («μηλοσφαγοῡσα Θάσιον οἴνου σταμνίον», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
σταμνί — το / σταμνίον, ΝΜΑ, και σταμνίν Μ [στάμνος / στάμνα] μικρή στάμνα, σταμνάκι νεοελλ. στάμνα αρχ. ουροδοχείο … Dictionary of Greek
σταμνί' — σταμνία , σταμνίας Wine jar masc voc sg σταμνία , σταμνίας Wine jar masc nom sg (epic) σταμνίαι , σταμνίας Wine jar masc nom/voc pl σταμνίᾱͅ , σταμνίας Wine jar masc dat sg (attic doric aeolic) σταμνία , σταμνίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταμνία — σταμνίᾱ , σταμνίας Wine jar masc nom/voc/acc dual σταμνίας Wine jar masc voc sg σταμνίᾱ , σταμνίας Wine jar masc voc sg (attic) σταμνίᾱ , σταμνίας Wine jar masc gen sg (doric aeolic) σταμνίας Wine jar masc nom sg (epic) σταμνίον neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταμνίου — σταμνίας Wine jar masc gen sg σταμνίον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)